δωσίλογος

δωσίλογος
ος , ον 1. ответственный, несущий ответственность;
2. (ο , η ) коллаборационист, -ка; изменни|к, -ца; предатель, -ница родины

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δωσίλογος" в других словарях:

  • δωσίλογος — η, ο ο υποχρεωμένος να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, ο υπόλογος: Είναι δωσίλογος για τις καταχρήσεις που έκανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωσίλογος — και δοσίλογος, ο, η 1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος τής θητείας του 2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό 3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα… …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • δοσίλογος — ο βλ. δωσίλογος …   Dictionary of Greek

  • κουίσλινγκ — ο πρόσωπο που συνεργάζεται εκούσια με τον εχθρό σε βάρος τών ομοεθνών του, δωσίλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Νορβηγού πολιτικού Vidkun Quisling, που συνεργάστηκε με τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο] …   Dictionary of Greek

  • υπεύθυνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ευθύνεται για κάτι: Οι υπεύθυνοι της κυπριακής τραγωδίας. 2. υπόλογος, δωσίλογος: Υπεύθυνος τυπογραφείου. 3. αυτός που δίνεται ή γίνεται με την ευθύνη κάποιου: Υπεύθυνη δήλωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»